- μόχθει
- μοχθέωto be wearypres imperat act 2nd sg (attic epic)μοχθέωto be wearyimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοχθεῖ — μοχθέω to be weary pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) μοχθέω to be weary pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίστονος — ἁλίστονος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση τής θάλασσας 2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»] … Dictionary of Greek
αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αμόχθητος — η, ο (Α ἀμόχθητος, ον) [μοχθῶ] αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως κόπο, ο άκοπος … Dictionary of Greek
ανθρωπιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους 2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική… … Dictionary of Greek
θαλασσοπόνος — θαλασσοπόνος, ον (Μ ο ναυτικός ή ο ψαράς που μοχθεί, που κοπιάζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πόνος (< πόνος «κόπος, μόχθος»), πρβλ. παυσί πονος, φυγό πονος] … Dictionary of Greek
κακόμοχθος — κακόμοχθος, ον (Α) αυτός που μοχθεί άσκοπα («καὶ κακόμοχθος θεὸν μάταιον ἐκ τοῡ αὐτοῡ πλάσσει πηλοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. βαρύ μοχθος, μυριό μοχθος] … Dictionary of Greek
κοπρόμοχθος — κοπρόμοχθος, ον (Μ) (για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. επί μοχθος, πλησί μοχθος] … Dictionary of Greek
μεταιχμεί — μεταιχμεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αιχμώ (< αἰχμή), πρβλ. ομ αιχμώ] … Dictionary of Greek
περίσσεια — η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ [περισσεύω] περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ασθένεια περίσσειας» (φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη … Dictionary of Greek